-
1 επιμονή
-
2 ἐπιμονῇ
-
3 επιμονή
-
4 ἐπιμονή
-
5 επιμονη
ἥ1) упорство, настойчивость, стойкость, твердостьἀγαστὸς κατὰ τέν ἐπιμονέν ὅ ἀνήρ Plat. — муж удивительной стойкости;
ἐ. ζητήσεως Sext. — настойчивость в исследовании2) задержка, остановка(ἐν τῷ Ἰσθμῷ Thuc.)
3) постоянство, неизменность(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
6 επιμονή
η1) упорство, настойчивость; 2) упрямство;§ όλα τα νίκα η επιμονή — погов, терпение и труд всё перетрут
-
7 ἐπιμονή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 Sir 38,27steadfastness; see ὑπομονή -
8 επιμονή
[эпимони] ουσ θ упорство, настойчивость. -
9 ἐπιμονή
ἐπιμον-ή, ἡ,A tarrying, delay, Th.2.18; residence, Sammelb.5343.42 (ii A.D.).2. steadfastness, Pl.Cra. 395b, Plu.Sert.16; persistence, Sor.2.16,40; of fruit, Thphr.CP2.9.8.3. staying still, inactivity, of a patient confined to bed, Phld.Ir.p.29 W.4. Rhet., dwelling on a point, treating it elaborately, Longin.12.2, Demetr.Eloc. 280, Hermog.Id.1.11, Alex.Fig.1.10, etc.II. ἐν ἐπιμονᾷ τινος, of a balance left in the hands of the treasurer, IG14.423 ii 5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμονή
-
10 ἐπιμονή
ἐπι-μονή, ἡ, das Dabeibleiben, Verweilen bei etwas; σχολαιότης, das Zögern, der Aufenthalt. Bei den Rhetoren das Verweilen bei einem Gegenstande, um ihn weiter auszuführen -
11 επιμονή
ısrar, üsteleme -
12 επιμονή
aboutir -
13 επιμονή
persistenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιμονή
-
14 ısrar
επιμονή- εμμονή, ισχυρισμός -
15 üsteleme
επιμονή, ζόρισμα -
16 aboutir
επιμονή -
17 упорство
упор||ствос1. ἡ ἐπιμονή, ἡ ἐμμονή:неутомимое \упорствоство ἡ ἀκούραστη ἐπιμονή·2. (упрямство) τό πείσμα, ἡ ἐπιμονή. -
18 настойчивый
настойчивый επίμονος· \настойчивыйая просьба η επίμονη παράκληση· \настойчивый человек о επίμονος άνθρωπος* * *насто́йчивая про́сьба — η επίμονη παράκληση
насто́йчивый челове́к — ο επίμονος άνθρωπος
-
19 утверждение
утверждение с 1) (санкционирование) η επικύρωση, η έγκριση 2) (высказывание} о ισχυρισμός, η επιμονή, η βεβαίωση* * *с1) ( санкционирование) η επικύρωση, η έγκριση2) ( высказывание) ο ισχυρισμός, η επιμονή, η βεβαίωση -
20 επιμονήι
См. также в других словарях:
ἐπιμονῇ — ἐπιμονή tarrying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονή — tarrying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… … Dictionary of Greek
επιμονή — η 1. η σταθερή εμμονή σε κάτι, σταθερότητα: Η επιμονή όλα τα νικά. 2. πείσμα: Είναι εκνευριστική η επιμονή σου. 3. σχήμα λόγου με το οποίο επιμένουμε να αναπτύξουμε πιο πολύ μια λέξη ή μια φράση, η επεξεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμονῆι — ἐπιμονῇ , ἐπιμονή tarrying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμοναῖς — ἐπιμονή tarrying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμοναί — ἐπιμονή tarrying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονῆς — ἐπιμονή tarrying fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονήν — ἐπιμονή tarrying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμονῶν — ἐπιμονή tarrying fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek